21 Σεπτεμβρίου 2022
Μετά το 1919 και την έναρξη της δεύτερης και σκληρότερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, οι Τούρκοι, με τις εντολές του Μουσταφά Κεμάλ, ξεκινούν δίκες – παρωδία στην Αμάσεια με στόχο τον αφανισμό της ελληνικής ελίτ του Πόντου. Η επιλογή της Αμάσειας στα βάθη της Ανατολίας, για τη διεξαγωγή των δικών, είχε σκοπό αυτές να μείνουν μακριά από τα μάτια της κοινής γνώμης. Με πρόσχημα τις υποτιθέμενες ενέργειες Ελλήνων του Πόντου για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στην περιοχή, τέθηκαν σε ισχύ τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» για τη νομιμοφανή εξόντωση -με συνοπτικές διαδικασίες- των πλέον σημαντικών προσωπικοτήτων του ποντιακού Ελληνισμού.
Τα ειδικά δικαστήρια των Τούρκων εθνικιστών, ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1921, με βασικές κατηγορίες τη προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου ποντιακού κράτους ή τη βοήθεια στον Ρωσικό Στρατό στη διάρκεια του πρόσφατου ρωσοτουρκικού πολέμου. Το χρονικό διάστημα μεταξύ 20ής Αυγούστου και 21ης Σεπτεμβρίου 1921 ιστορείται πως 177 Έλληνες του Πόντου καταδικάστηκαν σε θάνατο, στη συντριπτική πλειοψηφία από τον δικαστή Εμίν Μπέη Τσεβεσίογλου, και απαγχονίστηκαν σε αγχόνες που στήθηκαν στην κεντρική πλατεία της Αμάσειας. Ο αριθμός των Ελλήνων εκτελεσθέντων θεωρείται πως αγγίζει τα 500 άτομα.
Οι Έλληνες κατηγορούμενοι απαγορευόταν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και δεν είχαν δικηγόρους. Ενίοτε επιτρεπόταν μια τυπική απολογία, μετά την οποία ανακοίνωναν στους δικαζόμενους την απόφαση του στρατοδικείου, που ήταν ο «θάνατος δι’ απαγχονισμού». Στη λίστα των καταδικασθέντων και εκτελεσθέντων περιλαμβάνονται πολιτικοί, ιερωμένοι, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και τα μέλη της ποδοσφαιρικής ομάδας «Πόντος» Μερζιφούντας, επειδή οι στολές τους ήταν στα γαλάζια και λευκά χρώματα, που παρέπεμπαν στην ελληνική σημαία. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να κρεμάσουν ως και το άψυχο σώμα του Επισκόπου Ζήλων Ευθυμίου, ο οποίος τις προηγούμενες ημέρες είχε ήδη πεθάνει από τύφο μέσα στη φυλακή.
Κάποιοι εξ αυτών, όμως, κλεισμένοι μέσα στη φυλακή, έγραψαν λίγο πριν πεθάνουν επιστολές προς τα αγαπημένα τους πρόσωπα, μερικές εκ των οποίων έχουν διασωθεί και αποτυπώνουν ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Συγκλονίζουν οι επιστολές των μελλοθανάτων που έχουν διασωθεί και αποτελούν οδηγό τιμής και αξιοπρέπειας για τις επόμενες γενιές.
Είναι εξαιρετική η επιστολή του μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας προς τη σύζυγό του και την οικογένειά του, λίγο πριν τον απαγχονισμό του στην Αμάσεια.
«1921 7βρ 5 Κυριακή
Γλυκυτάτη μου Κλειώ
Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε. Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή.
Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης.
Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου ο υμέτερος Αλ. Γ. Ακριτίδης»
Η επιστολή του Ματθαίου Κωφίδη, πρ. Βουλευτή Τραπεζούντας
«15/28 Σεπτεμβρίου 1921 φυλακαί Τιμαρχανέ – Αμασείας
Φιλτάτη Ουρανία
Χθες ημέραν της Σταυροπροσκυνήσεως επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ, καμίαν ελπίδα δεν έχω πλέον, σήμερον θα δοθή η απόφασις η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφίνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου, περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου.
Σας γλυκοφιλώ όλους
Ο Ματθαίος σου
Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται. Ο ίδιος».
Επιστολή Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων, εν Αμισώ.
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921
Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλής μου σύζυγος, Τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι και σείς μη λυπηθήτε · έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλνω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου · εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε με ηξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργον τούτο το αφήνω μόνο εις σε. Διά σε και διά τα τέκνα μας είμαι βέβαιος, ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθής και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού.
Εάν επιζήσετε της καταιγίδος αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά και να γράψεις δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν μου, όπως λάβουσι υπό την μέριμνάν των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην. Τη βεργέτα και το ωρολόγι μου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην να σε φέρει.
Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταίαν σου επιστολήν και είμαι ήσυχος εν τη φυλακή. Εξομολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος.Επιθυμώ να μη κλαύσητε πολύ.
Ο Θεός μαζί σας
Σας φιλώ όλους εκ ψυχής
Ο ιδικός σας
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΖΙΝΟΓΛΟΥ.
Το πόσο δεν τους έλειψε το θάρρος, ούτε την κρίσιμη εκείνη ώρα, που βρισκόντουσαν κατάντικρυ στον θάνατο, το δείχνει η περήφανη στάση του εκδότη της «Εποχής», γράφει ο Σταυρός Νικολαΐδης, στον «θρήνο» των πόλεων και των ηρώων του Πόντου: «Όταν ο πρόεδρος Εμίν Βέης του ανέγνωσε το κατηγορητήριο, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης, τον διέκοψε: -Όχι, κύριε πρόεδρε! Εγώ ήθελα την απ’ ευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα!… Κάτω απ’ τον ίσκιο της αγχόνης χρειαζόταν θάρρος υπεράνθρωπο για να μπορεί να μιλά έτσι. Αγωνιστής άφοβος, αληθινός και συνεπής με τα γραφτά του, μέχρι την έσχατη ώρα, ψυχή μέχρι τα τρίσβαθά της ελληνική, αντίκρισε τον θάνατο με καταφρόνια. Στα τελευταία γράμματα που έστελνε στο σπίτι του έγραφε:
«Θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή… Εν τούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα… Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος… Γι’ αυτό μη λυπηθείτε… Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ’ όνομά σου με τον θάνατό μου… Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει…».
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου